- κάλχιον
- κάλχιον, τό,A purple dye, Sch.Nic.Al.393.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάλχιον — κάλχιον, τὸ (Α) [κάλχη] (σχόλ.) η πορφυρή βαφή, το πορφυρό χρώμα … Dictionary of Greek